- θερμοηλεκτρεγερτικός
- -ή, -όφρ. «θερμοηλεκτρεγερτική δύναμη» — διαφορά δυναμικού που αναπτύσσεται εξαιτίας τής διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ δύο μερών ενός κυκλώματος το οποίο περιέχει δύο ή περισσότερα διαφορετικά μέταλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thermoelectromotive < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-* + electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + motive (< λατ. motivus), όρος που αποδίδεται στην ελλ. ως εγερτικός].
Dictionary of Greek. 2013.